- Ρίζωμα
- Sp Rizoma Ap Ρίζωμα/Rizoma L C Graikija
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
ῥίζωμα — the mass of roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίζωμα — το / ῥίζωμα, ΝΜΑ το σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνου νεοελλ. μσν. το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημα νεοελλ. βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του… … Dictionary of Greek
ρίζωμα — το, ατος και ρίζωση, η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριζώνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεδοαρίας ρίζωμα — το ρίζωμα φυτών με γκρίζο χρώμα και οσμή καμφοράς, που χρησιμεύει στη φαρμακευτική … Dictionary of Greek
ῥίζωμ' — ῥίζωμα , ῥίζωμα the mass of roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζωμάτων — ῥίζωμα the mass of roots neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζώμασι — ῥίζωμα the mass of roots neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζώματα — ῥίζωμα the mass of roots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζώματι — ῥίζωμα the mass of roots neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιζώματος — ῥίζωμα the mass of roots neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)